- πολεμοκέλαδος
- -ον, Ααυτός που ευφραίνεται με τον θόρυβο τού πολέμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κέλαδος «θόρυβος, βοή» (πρβλ. νεο-κέλαδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολεμοκέλαδε — πολεμοκέλαδος exulting in the din of war masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… … Dictionary of Greek